καρυκεύω στα αγγλικά καρυκεύω στα τσεχική καρυκεύω στα δανική καρυκεύω στα ισπανικά καρυκεύω στα γαλλικά καρυκεύω στα νορβηγικά καρυκεύω στα ρωσικά καρυκεύω στα σουηδικά καρυκεύω στα φινλανδικά καρυκεύω στα πορτογαλικά καρυκεύω στα πολωνική
ανθρωπιστικός στα ουκρανικά βλάκας στα ουκρανικά γωνιακός στα σουηδικά ανταγωνιστικός στα πολωνική μισθοφόρος στα ουκρανικά
μισθοφόρος ορισμός ανταγωνιστικός χαρακτήρας γωνιακός καναπές διαστάσεις ανθρωπιστικός συνώνυμο βλάκας αποφθέγματα