lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρυκεύω στα γερμανικά

Λέξη:
καρυκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
anmachen, einlegen, einmachen, würzen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καρυκεύω, καρυκεύω στα γερμανικά, anmachen στα ελληνικά
καρυκεύω στα γερμανικά