καρυκεύω στα αγγλικά καρυκεύω στα γερμανικά καρυκεύω στα δανική καρυκεύω στα ισπανικά καρυκεύω στα γαλλικά καρυκεύω στα νορβηγικά καρυκεύω στα ρωσικά καρυκεύω στα σουηδικά καρυκεύω στα φινλανδικά καρυκεύω στα πορτογαλικά καρυκεύω στα πολωνική
καταγωγή στα πορτογαλικά εναντίον στα γαλλικά αγανάκτηση στα φινλανδικά φόβος στα φινλανδικά σίγουρος στα νορβηγικά
καταγωγή επιθέτου είμαι σίγουρος φόβος θεού εναντίον του ευρώ στρέφονται τώρα οι ελίτ της γαλλίας αγανάκτηση translation