lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρυκεύω στα τσεχική

Λέξη:
καρυκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
kořenit, ochutit, okořenit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καρυκεύω, καρυκεύω στα τσεχική, kořenit στα ελληνικά
καρυκεύω στα τσεχική