lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα τσεχική

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
naočkovat, naroubovat, očkovat, roubovat, štěpovat, implantovat, zasadit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εμβολιάζω, εμβολιάζω στα τσεχική, naočkovat στα ελληνικά
εμβολιάζω στα τσεχική