lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα τσεχική

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
bojácný, bázlivý, cudný, decentní, lekavý, nesmělý, nízký, opatrný, ostýchavý, plachý, pokorný, prostý, skromný, slušný, stydlivý, ulekaný, upejpavý, ustrašený, zdrženlivý, úzkostlivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα τσεχική, bojácný στα ελληνικά
ντροπαλός στα τσεχική