lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα σουηδικά

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
rädd, anspråkslös, beskeden, blygsam, enkel, låg, oansenlig, ringa, blyg, neslig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα σουηδικά, rädd στα ελληνικά
ντροπαλός στα σουηδικά