lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα λευκορωσίας

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
баязлівы, нясмелы, скромны, сціплы, сарамлівы, сарамяжлівы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα λευκορωσίας, баязлівы στα ελληνικά
ντροπαλός στα λευκορωσίας