lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα ρωσικά

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
боязлив, боязливый, застенчивый, незначительный, ничтожный, опасающийся, пуглив, пугливый, робкий, скромен, скромный, стыдлив, стыдливый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα ρωσικά, боязлив στα ελληνικά
ντροπαλός στα ρωσικά