lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξακουστός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ξακουστός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
afamado, célebre, delicioso, eminente, esclarecido, excelente, excelso, famoso, genial, glorioso, ilustre, importante, insigne, inspiraste, magnífico, recobrado, separado
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ξακουστός, ξακουστός συνώνυμα, ξακουστός ο πορθμός του ευρίπου, ξακουστός γυναικολόγος σέρρες, ξακουστός στα πορτογαλικά, afamado στα ελληνικά
ξακουστός στα πορτογαλικά