lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξακουστός στα σουηδικά

Λέξη:
ξακουστός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
anseende, berömd, briljant, frejdad, helig, känd, omtalad, prominent, ryktbar, ryktbarhet, utomordentlig, välkänd, ypperlig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ξακουστός, ξακουστός συνώνυμα, ξακουστός ο πορθμός του ευρίπου, ξακουστός γυναικολόγος σέρρες, ξακουστός στα σουηδικά, anseende στα ελληνικά
ξακουστός στα σουηδικά