lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξακουστός στα ουγγρική

Λέξη:
ξακουστός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
dicső, híres, nevezetes, hírneves, kiemelkedő, kiváló, nagyszerű, remek
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ξακουστός, ξακουστός συνώνυμα, ξακουστός ο πορθμός του ευρίπου, ξακουστός γυναικολόγος σέρρες, ξακουστός στα ουγγρική, dicső στα ελληνικά
ξακουστός στα ουγγρική