lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
apertar, comprimir, oprimir, abarcar, abraçar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα πορτογαλικά, apertar στα ελληνικά
σφίγγω στα πορτογαλικά