lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα ρωσικά

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
обнимать, охватывать, пожимать, сдавливать, сжимать, стискивать, обнять, зажимать, обхватывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα ρωσικά, обнимать στα ελληνικά
σφίγγω στα ρωσικά