lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα ιταλικά

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
abbracciare, attanagliare, avvincere, avvinghiare, comprimere, premere, serrare, sostenere, spremere, stringere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα ιταλικά, abbracciare στα ελληνικά
σφίγγω στα ιταλικά