lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα ουγγρική

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
kézszorítás, megölelni, megszorítani, ölelés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα ουγγρική, kézszorítás στα ελληνικά
σφίγγω στα ουγγρική