lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα γερμανικά

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
anspannen, ballen, drücken, geballt, kneifen, quetschen, spannen, umarmen, umfassen, zerdrücken, zerquetschen, zusammenpressen, zuziehen, zwicken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα γερμανικά, anspannen στα ελληνικά
σφίγγω στα γερμανικά