lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα τσεχική

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
komprimovat, lisovat, napnout, obejmout, objímat, obsahovat, obsáhnout, pazour, podepřít, přitisknout, sevřít, slisovat, stisknout, stlačit, stáhnout, svírat, tisknout, vtěsnat, zahrnovat, zatnout, zmáčknout, zúžit, štípat, štípnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα τσεχική, komprimovat στα ελληνικά
σφίγγω στα τσεχική