lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σφίγγω στα δανική

Λέξη:
σφίγγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
knuge, knuse, omfavne, presse, trykke, stramme
Σχετικές λέξεις:
δανική σφίγγω, σφίγγω το ζωνάρι, σφίγγω τα λουριά, σφίγγω τα δόντια ώσπου να ματώσουν τα ούλα, σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου, σφίγγω τα δόντια μου, σφίγγω στα δανική, knuge στα ελληνικά
σφίγγω στα δανική