lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηγαίνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
πηγαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
acompanhar, acudir, andar, caminhar, carminar, conduzir, descender, descer, funcionar, ir, marchar, rodar, seguir, suceder, vagar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πηγαίνω, πηγαίνω χρόνοι, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω στα γαλλικά, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω στα πορτογαλικά, acompanhar στα ελληνικά
πηγαίνω στα πορτογαλικά