lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα ρωσικά

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
объединять, соединять, унифицировать, воссоединить, воссоединять, объединить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ενοποιώ, ενοποιώ στα ρωσικά, объединять στα ελληνικά
ενοποιώ στα ρωσικά