lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνός στα ρωσικά

Λέξη:
πυκνός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
густ, густой, дремучий, плотен, плотный, толстый, компактный, наварный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πυκνός, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός συνώνυμα, πυκνός μαστός, πυκνός λόγος, πυκνός και λιτός λόγος περίληψη, πυκνός στα ρωσικά, густ στα ελληνικά
πυκνός στα ρωσικά