lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνός στα ουκρανικά

Λέξη:
πυκνός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (31):
бархатистий, близький, близько, великодушний, густий, густою, густої, густій, добрий, завершення, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, компактний, кущистий, масивний, масований, мутний, огрядний, послідовний, рясний, рясною, рясної, рясній, стійкий, твердий, цупкий, щедрий, щільний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πυκνός, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός συνώνυμα, πυκνός μαστός, πυκνός λόγος, πυκνός και λιτός λόγος περίληψη, πυκνός στα ουκρανικά, бархатистий στα ελληνικά
πυκνός στα ουκρανικά