lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνός στα γερμανικά

Λέξη:
πυκνός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
dicht, dick, kompakt, stark, fest, geschlossen, dickflüssig, sämig, seimig, zäh
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πυκνός, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός συνώνυμα, πυκνός μαστός, πυκνός λόγος, πυκνός και λιτός λόγος περίληψη, πυκνός στα γερμανικά, dicht στα ελληνικά
πυκνός στα γερμανικά