lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνός στα τσεχική

Λέξη:
πυκνός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
celistvý, chundelatý, houština, hustý, hustě, hutný, koherentní, kompaktní, logický, pevný, početný, silný, soudržný, souvislý, spojitý, stlačený, tlustý, tuhý, tupý, těžkopádný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πυκνός, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός συνώνυμα, πυκνός μαστός, πυκνός λόγος, πυκνός και λιτός λόγος περίληψη, πυκνός στα τσεχική, celistvý στα ελληνικά
πυκνός στα τσεχική