lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνός στα πορτογαλικά

Λέξη:
πυκνός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
apertado, basto, cena, cerrado, coerente, compacto, denso, espesso, frondoso, grosso, pastoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πυκνός, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός συνώνυμα, πυκνός μαστός, πυκνός λόγος, πυκνός και λιτός λόγος περίληψη, πυκνός στα πορτογαλικά, apertado στα ελληνικά
πυκνός στα πορτογαλικά