lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σέρνω στα ρωσικά

Λέξη:
σέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
волочить, тянуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σέρνω, σέρνω αόριστος, σέρνω english, σέρνω στα ρωσικά, волочить στα ελληνικά
σέρνω στα ρωσικά