lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σέρνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
arrastar, divagar, puxar, vagabundear, vagar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σέρνω, σέρνω αόριστος, σέρνω english, σέρνω στα πορτογαλικά, arrastar στα ελληνικά
σέρνω στα πορτογαλικά