lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σέρνω στα φινλανδικά

Λέξη:
σέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
kuljeksia, kuljeskella, raahata
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σέρνω, σέρνω αόριστος, σέρνω english, σέρνω στα φινλανδικά, kuljeksia στα ελληνικά
σέρνω στα φινλανδικά