lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα γαλλικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (9):
surveiller, veiller, examiner, inspecter, contrôler, récoler, superviser, vérifier, chaperonner
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα γαλλικά, surveiller στα ελληνικά
επιβλέπω στα γαλλικά