lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναρμολογώ στα ρωσικά

Λέξη:
συναρμολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
аккумулировать, собирать, жать, накоплять, скоплять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συναρμολογώ, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ στα ρωσικά, аккумулировать στα ελληνικά
συναρμολογώ στα ρωσικά