lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναρμολογώ στα δανική

Λέξη:
συναρμολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
afgrøde, avling, dynge, forsamle, forsamles, hamstre, hop, høg, høst, høste, mønstr, pille, plukke, samba, samle, tårne
Σχετικές λέξεις:
δανική συναρμολογώ, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ στα δανική, afgrøde στα ελληνικά
συναρμολογώ στα δανική