lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναρμολογώ στα γερμανικά

Λέξη:
συναρμολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
ablesen, anhäufen, auflesen, aufraffen, aufstapeln, einsammeln, ernten, häufen, pflücken, raffen, sammeln, versammeln, zusammenfassen, zusammenkommen, zusammenstellen, zusammenziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συναρμολογώ, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ στα γερμανικά, ablesen στα ελληνικά
συναρμολογώ στα γερμανικά