lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναρμολογώ στα φινλανδικά

Λέξη:
συναρμολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
haalia, kasata, kerätä, kokoilla, koota, korjata, niittää, noukkia, poimia, varastoida
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά συναρμολογώ, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ στα φινλανδικά, haalia στα ελληνικά
συναρμολογώ στα φινλανδικά