lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναρμολογώ στα σουηδικά

Λέξη:
συναρμολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (16):
ackumulera, församla, hop, hopsamla, hög, plocka, påle, råga, samla, skock, skocka, skotta, skörd, skörda, stapel, stocka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά συναρμολογώ, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ στα σουηδικά, ackumulera στα ελληνικά
συναρμολογώ στα σουηδικά