lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολλοί στα σουηδικά

Λέξη:
πολλοί (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
ordentlig, riktigt, synnerligen, långt, massvis, manege, många
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά πολλοί, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί πολυμαθέες νόον ουκ έχουσιν, πολλοί νεκροί για μια κηδεία, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί στα σουηδικά, ordentlig στα ελληνικά
πολλοί στα σουηδικά