lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρύω στα νορβηγικά

Λέξη:
ιδρύω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (16):
anlegge, begrunne, bilda, etablere, etablert, folde, forutsette, fundere, grunne, grunnlegge, installere, motivere, rettferdiggjøre, stifta, stifte, vedde
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ιδρύω, ιδρύω συνώνυμα, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω στα νορβηγικά, anlegge στα ελληνικά
ιδρύω στα νορβηγικά