lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σπουδαίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
big, compelling, effective, good, grave, heavyweight, important, majored, material, momentous, ponderous, quintessential, serious, strong, swell, valid, vital, weighty
σπουδαίος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dospělý, důležitý, hluboký, hodný, opravdový, platný, podstatný, pravoplatný, právoplatný, silný, silně, těžký, veliký, velký, vážný, významný, zdravý, značný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernst, ernsthaft, gültig, rechtsgültig, schwer, vollgültig, wesentlich, wichtig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
adskillig, alvorlig, anselig, graverende, gyldig, holdbar, stor, vigtig, viske
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apreciable, grave, importante, serio, valido, válido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brûlage, considérable, grand, grave, gros, important, majeur, sérieux, valable, valide
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitale, grande, grave, grosso, importante, rilevante, serio, valevole, valido, vistoso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktuell, alvorlig, anselig, atskillig, betraktelig, graverende, gyldig, holdbar, høytstående, stor, tungtveiende, vektig, vike, viktig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
важен, важный, действительный, значительный, уважителен, уважительный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktuell, allvarsam, angelägen, betydande, giltig, gällande, holkbar, viktig
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
важен, важно, голям
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
важны, паважны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tõsine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kelpaava, kelpo, käypä, merkityksellinen, pätevä, suuri, totinen, tärkeä, törkeä, vakava
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
važan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fontos, jelentős, nagy, nyomatékos, érvényes
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
rimtas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
categorizado, grave, importante, relevante, sisudo, sério, ufano, valioso, válido
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
serios
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатозначний, ваговитий, вагомий, важливий, важний, великий, визначний, виразний, відповідальний, відповідати, гарцювання, завдаток, запорука, знаменний, значний, могила, навмисний, надійний, одутлий, педантичний, поважний, повчальний, порука, реальний, серйозний, сумний, суттєвий, умисний, урочистий, фатальний, цілеспрямований, цільовий, чималий, істотний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ważny

Σχετικές λέξεις

σπουδαίος έλληνας αθλητής της ιστιοπλοϊας ολυμπιονίκης στην ατλάντα το 1996, σπουδαίος έλληνας αθλητής της ιστιοπλοΐας ολυμπιονίκης της ατλάντα το 1996, σπουδαίος συνώνυμα, σπουδαίος ιταλός συνθέτης και βιολονίστας εκπρόσωπος του μπαρόκ, σπουδαίος ζωγράφος και γλύπτης της αναγέννησης, σπουδαίος ετυμολογία, σπουδαίος λόγος καταγγελίας μίσθωσης, σπουδαίοσ λόγοσ καταγγελίασ, σπουδαίοσ λόγοσ, σπουδαίος λόγος καταγγελίας σύμβασης εργασίας