lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόρευμα στα φινλανδικά

Λέξη:
εμπόρευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
artikkeli, esine, hyödyke, kauppatavara, tarvekalu, tavara
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εμπόρευμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός, εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, εμπόρευμα στα φινλανδικά, artikkeli στα ελληνικά
εμπόρευμα στα φινλανδικά