κατάπληξη στα αγγλικά κατάπληξη στα γερμανικά κατάπληξη στα ισπανικά κατάπληξη στα γαλλικά κατάπληξη στα ιταλικά κατάπληξη στα ρωσικά κατάπληξη στα σουηδικά κατάπληξη στα βουλγαρικά κατάπληξη στα φινλανδικά κατάπληξη στα ουγγρική κατάπληξη στα πορτογαλικά κατάπληξη στα πολωνική
καύσιμο στα αγγλικά εισροή στα αγγλικά ευαίσθητος στα δανική ενοχή στα γαλλικά σοκ στα γαλλικά
ευαίσθητος άνθρωπος ενοχή γένους καύσιμο για kerosun εισροή συνώνυμο σοκ και δεος