lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα γερμανικά

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
einigen, vereinheitlichen, vereinigen, verknüpfen, einen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ενοποιώ, ενοποιώ στα γερμανικά, einigen στα ελληνικά
ενοποιώ στα γερμανικά