lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεόνασμα στα τσεχική

Λέξη:
πλεόνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
hojnost, krajnost, nadbytečný, nadbytek, nemírnost, přebytečný, přebytek, výstřelek, zbytečný, zisk
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πλεόνασμα, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα του καταναλωτή, πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, πλεόνασμα παραγωγού, πλεόνασμα ορισμος, πλεόνασμα στα τσεχική, hojnost στα ελληνικά
πλεόνασμα στα τσεχική