lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεόνασμα στα γαλλικά

Λέξη:
πλεόνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (20):
boni, comble, débauche, dégoût, dépassement, excel, excès, excédent, exubérance, plus-value, pléthore, rabiot, superflu, superfluité, surabondance, surcharge, surcroît, surnombre, surplus, trop-plein
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά πλεόνασμα, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα του καταναλωτή, πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, πλεόνασμα παραγωγού, πλεόνασμα ορισμος, πλεόνασμα στα γαλλικά, boni στα ελληνικά
πλεόνασμα στα γαλλικά