lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεόνασμα στα αγγλικά

Λέξη:
πλεόνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (18):
congestion, excess, glut, nimiety, oodles, overage, overbalance, overgrowth, overkill, overspill, plenitude, plethora, redundancy, repletion, superabundance, superfluity, surfeit, surplus
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πλεόνασμα, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα του καταναλωτή, πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, πλεόνασμα παραγωγού, πλεόνασμα ορισμος, πλεόνασμα στα αγγλικά, congestion στα ελληνικά
πλεόνασμα στα αγγλικά