lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεόνασμα στα λευκορωσίας

Λέξη:
πλεόνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
излишек, лішніца, празмернасць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πλεόνασμα, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα του καταναλωτή, πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, πλεόνασμα παραγωγού, πλεόνασμα ορισμος, πλεόνασμα στα λευκορωσίας, излишек στα ελληνικά
πλεόνασμα στα λευκορωσίας