lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υποβοηθώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abet, aid, assist, avail, benefit, bestead, co-operate, cooperate, help, support
υποβοηθώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
asistovat, napomáhat, podporovat, pomoci, pomáhat, přispět
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
assistieren, beistehen, helfen, mitwirken, nachhelfen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bistå, hjerpe, hjælpe, monne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acorrer, asistir, auxiliar, ayudar, socorrer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aider, assister, raider, seconder, secourir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aiutare, assecondare, assistere, favorire, sorreggere, sovvenire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bistå, hjelpe, monne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выручать, помогать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
assistera, bistå, biträda, hjälp, hjälpa, medhjälpare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndihmoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
помагам
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дапамагаць, памагаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
abistama, aitama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avustaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomoći
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pagelbėti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajudar, amparar, assistir, auxiliar, socorrer
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ajuta
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
pomagati
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведмідь, висувати, висунути, витримати, витримувати, додатковий, допомагати, допомогти, допоможіть, другий, другорядний, заохотити, заохочувати, нести, носити, опора, перенести, переносити, по-друге, повторний, помагати, посприяти, підвищити, підкріпити, підкріпляти, підпора, підставка, підтримати, підтримка, підтримувати, родити, секунда, спекулянт, сприяти, стимулювати, уродити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pomagać

Σχετικές λέξεις

υποβοηθώ συνώνυμα