lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χρονικογράφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annalist, chronicler, recorder
χρονικογράφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kronikář, letopisec
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chronist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
analista, cronista
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annaliste, chroniqueur, courriériste, logographe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cronista
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
летописец, хроникер, хроникёр, хронист, хронограф
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
летописец
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
летапісец
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
krónikás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
analista, cronista
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kronikár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відзначати, відзначити, літопис, літописець, хроніка, хронікер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kronikarz