lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα αγγλικά

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (21):
bind, binding, bond, bonding, catenation, cohere, combine, connect, interlink, interlock, interrelate, knot, link, linking, oblige, pinion, relate, seize, setting, tie, truss
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα αγγλικά, bind στα ελληνικά
δεσμεύω στα αγγλικά