lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
amarrar, atar, combinar, conectar, ligar, reunir, vincular
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα πορτογαλικά, amarrar στα ελληνικά
δεσμεύω στα πορτογαλικά