lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα ιταλικά

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
annodare, attaccare, collegare, concatenare, congiungere, connettere, impegnare, ingranare, legare, legatura, rilegare, saldare, vincolare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα ιταλικά, annodare στα ελληνικά
δεσμεύω στα ιταλικά