lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα τσεχική

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (27):
kombinovat, ligatura, pojit, připojit, připoutat, přivázat, sdružovat, sestavovat, slučovat, spojit, spojovat, spojování, spoutat, spřahovat, stanovení, svazovat, svázat, upevnit, usazení, uvázat, vázat, vázání, zapojit, zauzlit, zavazovat, zavázat, zkombinovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα τσεχική, kombinovat στα ελληνικά
δεσμεύω στα τσεχική