lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμεύω στα ρωσικά

Λέξη:
δεσμεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
вязать, завязывать, сопрягать, вязание, вязка, плетение, сопряжение
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δεσμεύω, δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω στα ρωσικά, вязать στα ελληνικά
δεσμεύω στα ρωσικά